Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

σε δυο δόσεις

  • 1 приём

    приём м 1) (гостей, посетителей) η υποδοχή· η δεξίωση (банкет)· η επίσκεψη (у врача устроить \приём κάνω δεξίωση 2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή 3) (способ) о τρόπος 4) (лекарства) η λήψη· η δόση (доза на два \приёма σε δυο δόσεις
    * * *
    м
    1) (гостей, посетителей) η υποδοχή; η δεξίωση ( банкет); η επίσκεψη ( у врача)

    устро́ить приём — κάνω δεξίωση

    2) (в организацию и т. п.) η υποδοχή, η εγγραφή
    3) ( способ) ο τρόπος
    4) ( лекарства) η λήψη; η δόση ( доза)

    Русско-греческий словарь > приём

  • 2 прием

    прием
    м
    1. ήλήψη [-ις], ἡ παραλαβή, ἡ ἀποδοχή:
    \прием пи́сем (посылок) ἡ λήψη ἐπιστολών (δεμάτων)· \прием раднограмм ἡ παραλαβή ραδιοτηλεγραφημάτων
    2. (в организацию и т. ἡ.) ἡ είσδοχή, ἡ ἐγγραφη:
    \прием в партию ἡ ἐγγραφη στό κόμμα, ἡ είσδοχή στό κόμμα·
    3. (гостей, посетителей и т. п.) ἡ ὑποδοχή, ἡ ἀκ-ρόαση [-ις] / ἡ ἐπίσκεψη [-ις] (у врача):
    часы \приема ὠραι ἀκροάσεως· оказать хороший \прием ὑποδέχομαι καλα· устроить \прием ὁργανώνω δεξίωση·
    4. (лекарства) ἡ λήψη [-ις] / ἡ δόση [-ις] (доза)·
    5. (способ) ὁ τρόπος, ἡ μέθοδος:
    ораторский \прием τό ρητορικό σχήμα· художественный \прием ὁ καλλιτεχνικός τρόπος, ἡ καλλιτεχνική μέθοδος· ◊ в один \прием μονοκοπανιά· в два \приема σέ δυό δόσεις, δυό φορές.

    Русско-новогреческий словарь > прием

  • 3 рассрочка

    θ.
    η δόση•

    он купил дачу с -ой платежа на два годэ αυτός αγόρασε έπαυλη με δόσεις σε δυό χρόνια•

    в -у με δόσεις.

    Большой русско-греческий словарь > рассрочка

См. также в других словарях:

  • διχασμός — (Ιατρ.).Θέση στην οποία μια απλή δομή, όπως είναι η τραχεία, διαχωρίζεται σε δύο κλάδους. * * * ο (AM διχασμός) [διχάζω] διαίρεση σε δύο μέρη, διχοτόμηση νεοελλ. 1. διχογνωμία, διαφωνία, διαίρεση σε δύο αντίπαλες παρατάξεις («διχασμός κόμματος»)… …   Dictionary of Greek

  • ιλαρά — Οξεία, λοιμώδης, ιογενής ασθένεια, η οποία συχνά εμφανίζεται ως επιδημία σε μη εμβολιασμένους πληθυσμούς και προσβάλλει κυρίως τα παιδιά. Μεταδίδεται εύκολα με άμεση αλλά και έμμεση επαφή. Μετά από επώαση 10 12 ημερών, η ι. εισβάλλει με… …   Dictionary of Greek

  • υπολείπω — ὑπολείπω ΝΜΑ [λείπω] 1. αφήνω κάτι ως υπόλειμμα, αφήνω υπόλειμμα 2. (το μεσ.) υπολείπομαι α) μένω ως υπόλοιπο, ως περίσσευμα, απομένω (α. «υπολείπονται δύο δόσεις ακόμη» β. «πέμπτον δ ὑπελείπετ ἄεθλον», Ομ. Ιλ.) β) (μτφ. με γεν.) μένω πίσω,… …   Dictionary of Greek

  • Γευγελή — (Gevgelija, σερβοκροατ. Ντιεβντιέλιγια). Πόλη (19.488 κάτ. το 1994) της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, στις όχθες του ποταμού Αξιού, κοντά στα ελληνικά σύνορα. Είναι χτισμένη στο κέντρο μιας εύφορης κοιλάδας με ανεπτυγμένη… …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • πίστωσηή πίστη — Πράξη ανταλλαγής οικονομικών αγαθών μεταξύ δύο προσώπων, που χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η προσφορά του ενός δεν είναι ταυτόχρονη με την προσφορά του άλλου. Η π. είναι λοιπόν η ανταλλαγή ενός σημερινού αγαθού έναντι ενός μέλλοντος αγαθού ή …   Dictionary of Greek

  • πλάσμα — I Ιδιαίτερη κατάσταση της ύλης κατά τη οποία αποτελείται από ένα σύνολο σωματιδίων και των δύο τύπων, που έχουν ίσα ηλεκτρικά φορτία με αντίθετο πρόσημο και παρουσιάζουν (τουλάχιστον τα ομόσημα) μεγάλη κινητικότητα. Το σύνολο χαρακτηρίζεται από… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»